- διάταμα
- (I)το [διατείνω]1. διάταση, τέντωμα2. ναυτ. διάταμα ή «διάταση σχοινιού» — εργασία κατά την οποία τα σχοινιά που δεν χρησιμοποιούνται πια τεντώνονται κατάλληλα, ώστε να έχουν σταθερό μήκος.————————(II)τοδιάταγμα, νουθεσία, συμβουλή.
Dictionary of Greek. 2013.